- τριανταφυλλόνερο
- ο розовая вода
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριανταφυλλόνερο — το, Ν το ροδόσταμο … Dictionary of Greek
τριανταφυλλόνερο — το ροδόσταγμα, ροδόσταμο, ροδόνερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός … Dictionary of Greek
ροδόνερο — το, Ν το ροδόσταγμα, αλλ. τριανταφυλλόνερο … Dictionary of Greek
ροδόνερο — το το ροδόσταμο, το τριανταφυλλόνερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ροδόσταμα — ροδόσταμα, το και ροδόσταμο, το τριανταφυλλόνερο, ροδόνερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)